στηλόκρανο

στηλόκρανο
το, Ν
ναυτ. τεμάχιο σκληρού ξύλου που χρησιμεύει για τη σύνδεση τού επιστηλίου με τη στήλη τού ιστού, κν. τεσταμόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -κρανο (< *κρᾶνον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. κιονό-κρανο. Η λ., στον λόγιο τ. στηλόκρανον, μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Παπαδόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολομπίρι — το ναυτ. κοινή ονομασία τού λαιμού, τελευταίου πριν από το στηλόκρανο τμήμα τού ιστού ή τού επιστηλίου …   Dictionary of Greek

  • στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… …   Dictionary of Greek

  • τεσταμόρος — ο, Ν ναυτ. το στηλόκρανο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”